λευκοφλεγματία — λευκοφλεγματία, ἡ (Α) [λευκοφλέγματος] είδος νόσου, η αρχή τής υδρωπικίας … Dictionary of Greek
λευκοφλεγματίας — λευκοφλεγματίᾱς , λευκοφλεγματία the beginning of dropsy fem acc pl λευκοφλεγματίᾱς , λευκοφλεγματία the beginning of dropsy fem gen sg (attic doric aeolic) λευκοφλεγματίᾱς , λευκοφλεγματίας one of a leuco phlegmatous temperament masc acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοφλεγματίαι — λευκοφλεγματίᾱͅ , λευκοφλεγματία the beginning of dropsy fem dat sg (attic doric aeolic) λευκοφλεγματίας one of a leuco phlegmatous temperament masc nom/voc pl λευκοφλεγματίᾱͅ , λευκοφλεγματίας one of a leuco phlegmatous temperament masc dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοφλεγματίαν — λευκοφλεγματίᾱν , λευκοφλεγματία the beginning of dropsy fem acc sg (attic doric aeolic) λευκοφλεγματίᾱν , λευκοφλεγματίας one of a leuco phlegmatous temperament masc acc sg (attic epic doric aeolic) λευκοφλεγματίας one of a leuco phlegmatous… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοφλεγματιῶν — λευκοφλεγματία the beginning of dropsy fem gen pl λευκοφλεγματίας one of a leuco phlegmatous temperament masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοφλεγματίαις — λευκοφλεγματία the beginning of dropsy fem dat pl λευκοφλεγματίας one of a leuco phlegmatous temperament masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοφλεγματίης — λευκοφλεγματία the beginning of dropsy fem gen sg (epic ionic) λευκοφλεγματίας one of a leuco phlegmatous temperament masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοφλεγματίας — λευκοφλεγματίας, ὁ (Α) [λευκοφλέγματος] 1. αυτός που πάσχει από λευκοφλεγματία* 2. λευκοφλεγματώδης* … Dictionary of Greek
λευκοφλεγματώ — λευκοφλεγματῶ, έω (Α) [λευκοφλέγματος] πάσχω από λευκοφλεγματία* … Dictionary of Greek
λευκοφλεγματώδης — λευκοφλεγματώδης, ῶδες (Α) [λευκοφλέγματος] αυτός που έχει προσβληθεί από λευκοφλεγματία* … Dictionary of Greek